-
1 плясать
-
2 проплясать
ρ.σ.μ.1. χορεύω (λαϊκό χορό).2. χορεύω (για ένα χρον. διάστημα)•он -ал час и ушёл αυτός χώρεψε μια ώρα και έφυγε.
-
3 проплясывать
ρ.δ. χορεύω (λαϊκό χορό).
См. также в других словарях:
μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… … Dictionary of Greek