Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χορεύω (λαϊκό χορό)

См. также в других словарях:

  • μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»